υπονεκρώ

υπονεκρώ
-όω, Α [νεκρῶ / -ώνω]
(εύχρ. το μέσ.) ὑπονεκροῡμαι, -όομαι
νεκρώνομαι κατά κάποιο τρόπο («χειμῶνος ὁ σκορπίος τῇ γῇ... ὑπονεκρωθεὶς κεῑται», Ιω. Λυδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”